- εἱργμοῦ
- εἱργμόςcagemasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ειργμού γραφή — Στην αρχαιότητα, ποινική αγωγή που εγειρόταν κατά το αττικό δίκαιο εναντίον εκείνου που στερούσε παράνομα την ελευθερία ελεύθερου πολίτη ή ξένου και τον κατακρατούσε στη φυλακή. Για την ε.γ. γίνεται νύξη στον λόγο Κατά Αλκιβιάδη του Ανδοκίδη … Dictionary of Greek